Της Αναστασίου Ιωάννας
“Επιτέλους!” φώναξε ο Νίκος, σηκώνοντας το χέρι του για να τον χαιρετήσει. “Πού χάθηκες;”
Ο Κώστας έσφιξε τα χείλη του. “Συγγνώμη, έπρεπε να…”
“Χαλάρωσε”, τον διέκοψε η Μαρία, σπρώχνοντας μια καρέκλα για να καθίσει. “Ήρθες για να φας, όχι να εξηγηθείς.”
Ο Κώστας έριξε μια ματιά γύρω. Η παρέα τους, οκτώ άτομα συνολικά, ήταν καθισμένη σε ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι, γελώντας και μιλώντας ζωηρά. Ο Κώστας ένιωσε μια ξαφνική ανησυχία. “Πού είναι ο Πέτρος;” ρώτησε.
“Ποιος Πέτρος;” ρώτησε η Άννα, σηκώνοντας το φρύδι της.
“Ο Πέτρος”, επανέλαβε ο Κώστας, νιώθοντας τον σφυγμό του να ανεβαίνει. “Ήταν εδώ μαζί μας πριν…”
“Κώστα, δεν ήρθε κανείς Πέτρος μαζί σου”, είπε ο Νίκος, βάζοντας το χέρι του στον ώμο του. “Ήρθες μόνος σου.”
Ο Κώστας ένιωσε το αίμα να του χτυπάει στα αυτιά. “Όχι”, ψιθύρισε. “Ήταν εδώ. Τον είδα.”
Σηκώθηκε απότομα και έσπρωξε την καρέκλα προς τα πίσω. “Πάω στην τουαλέτα”, μουρμούρισε.
Καθώς περπατούσε, έριχνε κλεφτές ματιές γύρω του. Η ταβέρνα φαινόταν ξαφνικά διαφορετική. Ο θόρυβος ακουγόταν μακρινός, οι άνθρωποι φάνταζαν θολές φιγούρες. Ο Κώστας έσφιξε τα δόντια του. Ήταν άρρωστος; Φανταζόταν;
Έσπρωξε την πόρτα της τουαλέτας και μπήκε. Κανείς δεν ήταν εκεί. Ο Κώστας έκανε τα απαραίτητα και βγήκε.
Όταν άνοιξε την πόρτα, η ταβέρνα ήταν άδεια. Τα τραπέζια ήταν άδεια, οι καρέκλες αναποδογυρισμένες, τα φώτα σβηστά. Μόνο μια αχνή ακτίνα φωτός έμπαινε από ένα μικρό παράθυρο.
Ο Κώστας έτρεξε προς το τραπέζι του. Τα ποτήρια και τα πιάτα τους ήταν ακόμα εκεί, μισογεμάτα. “Τι συμβαίνει;” ψιθύρισε.
Ξαφνικά, άκουσε έναν θόρυβο από την άκρη της ταβέρνας. Γύρισε και είδε μια σκιά να κινείται.
“Ποιος είναι εκεί;” φώναξε.
Η σκιά έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός. Ο Κώστας μπόρεσε να διακρίνει μια ψηλόλιγνη φιγούρα, ντυμένη με μαύρα.
“Ποιος είσαι;” ρώτησε ο Κώστας, νιώθοντας τα πόδια του να λυγίζουν.
Η φιγούρα σήκωσε το κεφάλι της. Τα μάτια της έλαμπαν σαν κόκκινα κάρβουνα. Ο Κώστας ένιωσε μια παγωνιά να τον διαπερνά.
“Φύγε”, ψιθύρισε η φιγούρα. Η φωνή της ήταν σαν σπασμένο γυαλί.
Ο Κώστας ήθελε να τρέξει, να φωνάξει, να κάνει οτιδήποτε για να ξεφύγει από αυτό το άγνωστο πλάσμα. Όμως, τα πόδια του ήταν λες και καρφωμένα στο πάτωμα.
“Πού είναι οι φίλοι μου;” ρώτησε, με στόμα ξερό.
“Έφυγαν”, απάντησε η φιγούρα. “Και τώρα ήρθε η ώρα σου.”
Έκανε ένα βήμα ακόμα προς τον Κώστα. Ο άνεμος φύσηξε, σηκώνοντας τις τρίχες στο λαιμό του.
“Όχι!” φώναξε ο Κώστας. Σήκωσε τα χέρια του για να προστατευτεί, αλλά η φιγούρα απλώς εξαφανίστηκε.
Ο Κώστας έμεινε μόνος στην άδεια ταβέρνα, με το αίσθημα του τρόμου να τον πνίγει. Έτρεξε προς την πόρτα, την άνοιξε και βγήκε έξω.
Ο δρόμος ήταν έρημος. Ο ήλιος άρχιζε να δύει, βάφοντας τον ουρανό με πορτοκαλί και κόκκινες αποχρώσεις.
Ο Κώστας έσφιξε τα δόντια του. Ήταν τρελός; Ήταν όλα ένα όνειρο;
Όχι, ήξερε ότι αυτό που βίωσε ήταν πραγματικό. Κάτι κακό είχε συμβεί, και ήταν μόνος του για να το αντιμετωπίσει.
Ξαφνικά, άκουσε έναν θόρυβο πίσω του. Γύρισε και είδε την φιγούρα να στέκεται στην άκρη του δρόμου, να τον κοιτάζει με τα άψυχα κόκκινα μάτια της.
Ο Κώστας ούρλιαξε και άρχισε να τρέχει. Δεν ήξερε πού πήγαινε, αλλά ήξερε ότι έπρεπε να φύγει από εκεί.
Έτρεξε και έτρεξε, μέχρι που τα πνευμόνια του άρχισαν να καίνε και τα πόδια του να πονάνε. Τελικά, σταμάτησε, λαχανιασμένος και φοβισμένος.
Κοίταξε γύρω του. Ήταν σε ένα άγνωστο μέρος, με άγνωστα κτίρια και άγνωστους δρόμους.
Ήταν χαμένος.
Και ήταν μόνος