Ένα προσωπικό πείραμα σιωπής, ανάμεσα στη μεταφυσική, τον Χριστό, το DMT και την ελπίδα ότι κάτι (ή Κάποιος) ίσως τελικά είναι εκεί.
Δεν ξέρω τι πιστεύω. Παλιά ήμουν σίγουρος για πολλά. Τώρα όχι. Ξέρω όμως ότι μέσα μου υπάρχει ένα μικρό σημείο που συνεχίζει να ελπίζει πως κάτι υπάρχει. Όχι απαραίτητα όπως το λέει η Εκκλησία. Ίσως όχι καν όπως το λέει η επιστήμη. Αλλά κάτι. Κάπου. Ένα βάθος πίσω από τα πράγματα. Μια Παρουσία. Ένα βλέμμα που σε γνωρίζει από μέσα.
Μερικές φορές αυτή η διαίσθηση εμφανίζεται απρόσμενα:
Σ’ ένα βλέμμα. Στο δάκρυ που ανεβαίνει χωρίς λόγο. Στην αγκαλιά που λέει “είμαι εδώ” χωρίς λέξεις. Άλλες φορές τη νιώθω στο σκοτάδι, όταν όλα έχουν καταρρεύσει και όμως, κάτι μέσα μου δεν παραιτείται. Σαν να επιμένει ότι δεν είναι όλα τυχαία. Ότι η αγάπη δεν είναι απάτη. Ότι το φως δεν είναι μόνο χημεία.
Σκέφτομαι τον Χριστό. Όχι τον “Θεό της θρησκείας”, αλλά τον άνθρωπο που στάθηκε μπροστά στην εξουσία, αγάπησε τους περιθωριακούς, δεν έσωσε τον εαυτό του, και πέθανε νέος. Πολλές φορές σκέφτηκα:
“Μήπως την πάτησε; Μήπως θα μπορούσε να διδάσκει μέχρι τα γεράματά του και να φτιάξει έναν καλύτερο κόσμο;”
Αλλά μετά κάτι μέσα μου λέει:
“Κι όμως, πήγε μέχρι τέλους. Δεν πρόδωσε την αγάπη του. Και αυτό έχει αξία, έστω κι αν όλα τέλειωσαν με Σταυρό.”
Κάπου εκεί μπαίνουν στο παιχνίδι και τα άλλα ερωτήματα.
Οι εμπειρίες από ψυχοτροπικά όπως το DMT. Οι αφηγήσεις ανθρώπων που βίωσαν κάτι που δεν εξηγείται: παρουσίες από άλλη διάσταση, φωτεινές οντότητες, αγάπη που σε κοιτάει και σε ξέρει.
Ορισμένοι λένε ότι συνάντησαν τον Χριστό εκεί — όχι όπως στις εικόνες, αλλά σαν μια ενέργεια καθαρής κατανόησης και φωτός.
Και τότε σκέφτομαι:
Μήπως τελικά υπάρχει αυτό το “κάπου αλλού”;
Μήπως δεν είναι φαντασία αλλά επίπεδο ύπαρξης που ξεχνάμε καθώς μεγαλώνουμε;
Κι αν υπάρχει, πώς φτάνεις εκεί χωρίς ουσίες;
Αποφάσισα να κάνω ένα πείραμα. Όχι για να “πιστέψω”, αλλά για να ανοίξω χώρο.
Πείραμα: 10 λεπτά Σιωπής
Κάθε μέρα, για 10 λεπτά, κάθομαι ήσυχα.
Λέω μόνο αυτό:
“Είμαι εδώ. Αν είσαι κι Εσύ, φανερώσου. Όπως Εσύ θέλεις.”
Δεν προσπαθώ. Δεν φαντάζομαι. Δεν απαιτώ.
Μόνο μένω.
Αν δω κάτι, καλώς. Αν όχι, πάλι καλώς.
Αρκεί που στάθηκα εκεί, στην άκρη του γνωστού, με ανοιχτή παλάμη.
Κάποιες φορές έρχεται κάτι. Ίσως απλώς γαλήνη. Ίσως δάκρυ. Μια εσωτερική απάντηση που δεν έχει λόγια, αλλά λέει: “Εγώ είμαι εδώ.”
Δεν γράφω για να πείσω κανέναν.
Μόνο για να αφήσω αυτή τη μαρτυρία:
Ότι ανάμεσα στην πίστη και την απιστία, υπάρχει μια τρίτη κατάσταση — η προσμονή.
Το άνοιγμα.
Κι αν υπάρχει Τίποτα, ας μη χάσουμε καιρό.
Αλλά αν υπάρχει Κάτι — ή Κάποιος — τότε ίσως αυτό που περιμένει, είναι απλώς να Του κάνουμε χώρο.