Του Αστέρη Ιγνατίου

Στο παραθυράκι του δωματίου της, η Ελένη κοίταζε έξω. Το χέρι της έσφιξε αδιάκριτα το φύλλο χαρτιού που είχε μπροστά της, σαν να ήθελε να διαλύσει την αδιάφορη στιγμή με μια μόνο κίνηση.

Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα, αλλά το φως δεν μπορούσε να διώξει την απόκοσμη σκιά που είχε εγκατασταθεί στο μυαλό της. Όλα γύρω της φαινόταν περίεργα ασήμαντα, σαν να ζούσε σε έναν κόσμο εκτός από τον δικό της, έναν κόσμο που έμοιαζε σαν να την πνίγει αντί να την αγκαλιάζει.

Και τότε, ακούστηκε μια απαλή φωνή, σαν από άλλο κόσμο, αλλά παράλληλα τόσο γνώριμη. “Ελένη,” είπε η φωνή, “σε βλέπω. Γνωρίζω το βάρος που κουβαλάς στην καρδιά σου. Ξέρεις ότι δεν είσαι μόνη.”

Η Ελένη γύρισε για να δει ποιος μιλούσε, αλλά δεν υπήρχε κανείς εκεί. Μόνο ένας αέρας αόρατος και μια αίσθηση παρουσίας.

“Ποιος είσαι;” ρώτησε τρέμοντας.

“Είμαι ένα μέρος του σύμπαντος,” απάντησε η φωνή, “ένα μέρος που συμπάσχει με τον πόνο σου. Και έρχομαι να σε βοηθήσω.”

Η Ελένη άρχισε να αισθάνεται ένα παράξενο μείγμα ελπίδας και φόβου. Ήταν σαν να ένα κομμάτι της είχε βρει επιτέλους το δρόμο του προς το φως.

“Τι μπορείς να κάνεις;” ρώτησε αναστενάζοντας.

“Μπορώ να σε απαλλάξω από τον πόνο σου,” απάντησε η φωνή, “μπορώ να φέρω την ειρήνη στην καρδιά σου και να σου δείξω τον δρόμο προς την ευτυχία.”

Η Ελένη σκέφτηκε για λίγο. Ο φόβος παραμένει, αλλά η ελπίδα ήταν πιο δυνατή. “Κάνε ό,τι μπορείς,” ψιθύρισε.

Και με μια αιφνιδιαστική αίσθηση ελαφρύνσεως, η σκοτεινή σκιά που είχε πνίξει την καρδιά της αρχίζει να λιώνει μακριά, σαν να διαλύεται από το φως του ήλιου.

Και εκείνη την στιγμή, η Ελένη ένοιωσε την αγκαλιά ενός θερμού αγέρα, σαν να την περιμένει ένας νέος κόσμος που περιμένει να ανακαλύψει.

Και έτσι, με την αποχώρηση της σκοτεινής σκιάς, η Ελένη άρχισε να αισθάνεται ξανά ελεύθερη. Η κατάθλιψη που την είχε πνίξει επί μήνες άρχισε να χαλαρώνει τον προσκρούοντα αέρα. Το βάρος που φορούσε στην καρδιά της έγινε ελαφρύτερο, σαν να απογειώθηκε από τα ώμα της.

Και καθώς ο ήλιος έλαμπε δυνατά έξω από το παράθυρό της, η Ελένη ένιωθε μια νέα αίσθηση ελπίδας να ανθίζει μέσα της. Το μέλλον φαίνονταν φωτεινότερο, γεμάτο πιθανότητες και ευκαιρίες.

Σηκώθηκε από το γραφείο της και περπάτησε προς το παράθυρο, ένιωσε τον ήλιο να τη ζεσταίνει και να την αγκαλιάζει με την αγάπη του. Ήταν σαν να της ψιθύριζε ότι όλα θα είναι καλά, ότι η ζωή έχει πολλά περισσότερα να προσφέρει από ό,τι ο πόνος και η θλίψη.

Το βιβλίο της έκλεισε στο παρελθόν, η Ελένη άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή της, ένα κεφάλαιο γεμάτο ελπίδα, αγάπη και ανανέωση. Και εν τέλει, κατάλαβε πως η κατάθλιψη που την είχε σκλαβώσει για τόσο καιρό δεν ήταν παρά ένα ακόμα εμπόδιο που έπρεπε να ξεπεράσει στον δρόμο της προς την αυτογνωσία και την ευτυχία.

Και με μια βαθιά αναπνοή και ένα χαμόγελο στα χείλη, η Ελένη κοίταξε προς το μέλλον, έτοιμη να αντιμετωπίσει τη ζωή με όλη της τη δύναμη και το θάρρος.